κρένω
Смотреть что такое "κρένω" в других словарях:
κρένω — και κραίνω (Μ κρένω) λέγω, μιλώ νεοελλ. απευθύνω τον λόγο προς κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρίνω μεταπλασμένος τ. ενεστώτα κατά τα πολλά ρήματα σε αίνω ( eno) και κατά το πρότυπο ρ. όπως έπλυνα: πλένω (αντί πλύνω)] … Dictionary of Greek
κρένω — λέω, μιλώ: Γιατί δε μου κρένεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοκραίνω — και κρένω κατακρίνω άδικα, κακολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + κραίνω, κρένω] … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
αντικραίνω — κ. κρένω 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αντιμιλώ … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek